ἐγκάθετος

ἐγκάθετος
ἐγκάθετος , ον (ἐν + κατὰ + ἵημι; ἔνκ-Tdf., W-H.—Hyperid., Fgm. 56; Demosth., Ep. 3, 34; Polyb. 3, 15, 1; Ps.-Pla., Axioch. 368e; Jos., Bell. 2, 27; 6, 286; Job 19:12; 31:9) pert. to having the task of obtaining information secretly, hired to lie in wait, subst. ἐγκάθετοι spies Lk 20:20.—S. DELG s.v. ἵημι.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐγκάθετος — put in secretly masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εγκάθετος — η, ο (AM ἐγκάθετος, ον) αυτός που επίτηδες τοποθετήθηκε κάπου για να χρησιμοποιηθεί στην κατάλληλη στιγμή, βαλτός αρχ. θετός γιος …   Dictionary of Greek

  • εγκάθετος — η, ο (για ανθρώπους), ο επίτηδες τοποθετημένος σε θέατρο ή δημόσια συγκέντρωση, για να επιδοκιμάζει ή αποδοκιμάζει κάποιον στην κατάλληλη στιγμή, ο πληρωμένος, βαλτός, κλακέρ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐγκαθέτως — ἐγκάθετος put in secretly adverbial ἐγκάθετος put in secretly masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκάθετον — ἐγκάθετος put in secretly masc/fem acc sg ἐγκάθετος put in secretly neut nom/voc/acc sg ἐγκαθίημι let down aor imperat act 2nd dual ἐγκαθίημι let down aor ind act 2nd dual (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαθέτου — ἐγκάθετος put in secretly masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαθέτους — ἐγκάθετος put in secretly masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαθέτων — ἐγκάθετος put in secretly masc/fem/neut gen pl ἐγκαθίημι let down aor imperat act 3rd dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκάθετοι — ἐγκάθετος put in secretly masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εγκέλευστος — ἐγκέλευστος, ον (Α) εγκάθετος, διαταγμένος, βαλτός …   Dictionary of Greek

  • ενετός — ἐνετός, ή, όν (AM) [ἐνίημι] 1. αυτός που παρεμβάλλεται, παρέμβλητος 2. αυτός που διαχέεται μέσα σε κάτι 3. βαλτός, εγκάθετος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”